Γεράων

Γεράων
Γερά̱ων , Γέρης
masc gen pl (epic aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • γεράων — γέρας gift of honour neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εύαθλος — εὔαθλος και εὐάεθλος, ον (Α) 1. αυτός που αγωνίζεται με επιτυχία, ο νικητής («κίρναμεν... εὐαέθλου γενεᾱς ὕπερ», Πίνδ.) 2. αυτός που κερδήθηκε σε νίκη («εὐάθλων γεράων», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + αθλος (< άθλον), πρβλ. πέντ αθλος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”